-
1 крупный
кру́пн||ыйприл1. μεγάλος, ὁγκώδης:\крупныйым шагом μέ μεγάλα βήματα· \крупный рогатый скот τά μεγάλα κερασφόρα ζῶα· \крупныйая промышленность ἡ βαρειά βιομηχανία· \крупныйые силы воен. οἱ ἰσχυρές δυνάμεις· \крупныйая ошибка τό χοντρό λάθος·2. (видный, значительный) διακεκριμένος, σημαντικός:\крупный ученый διακεκριμένος ἐπιστήμων3. (существенный, серьезный) σημαντικός1 <> \крупныйые деньги τά μεγάλα ποσά· \крупный разговор ἡ σοβαρή συζήτηση· \крупныйым планом σέ μεγάλο πλάνο, σέ γκρό-πλάν. -
2 крупно
επίρ.χοντρά, σε μεγάλα κομμάτια•крупно нарезать κόβω σε μεγάλα τεμάχια•
крупно писатъ γράφω με μεγάλα γράμματα•
крупно поспорить συζητώ ζωηρά (έντονα).
-
3 ушастый
επ., βρ: ушаст, -а, -оμε μεγάλα αυτιά•-зя собака σκυλί με μεγάλα αυτιά•
-ая шапка σκούφια με μεγάλα αυτιά.
-
4 конструкция
1. (проект, устройство) η κατασκευ/ήсоздавать - ю с учётом будущих условий эксплуатации σχεδιάζω την - λαμβάνοντας υπ'όψη τις μελλοντικές συνθήκες εκμετάλλευσηςагрегатная - ενοποιημένη -, η μονάδαкрупноблочная - από μεγάλα τμήματα/μπλόκ (ξεν.)2. (строение) η δομή, ο ιστόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > конструкция
-
5 великий
великий 1) μέγας, μεγάλος 2) (тк. кратк. ф. велик) μεγάλος· ботинки мне вели ки μου είναι μεγάλα τα πα πούτσια* * *1) μέγας, μεγάλος2) (тк. кратк. ф. велик) μεγάλοςботи́нки мне велики́ — μου είναι μεγάλα τα παπούτσια
-
6 скот
скот м τα κτήνη, τα ζώα·крупный (мелкий) рогатый \скот τα μεγάλα (μικρά) κερασφόρα ζώα* * *мτα κτήνη, τα ζώαкру́пный (ме́лкий) рога́тый скот — τα μεγάλα (μικρά) κερασφόρα ζώα
-
7 размашистый
размашистыйприл,. φαρδύς, πλατύς:\размашистый жест πλατειά χειρονομία· \размашистый почерк τό γράψιμο μέ μεγάλα καί ἀραιά γράμματα· \размашистый шаг βάδισμα μέ μεγάλα βήματα -
8 рогастый
επ., βρ: -гаст, -а, -оμε μεγάλα κέρατα•рогастый бык βόδι με μεγάλα κέρατα.
-
9 затрата
1. (усилий и т.п.) η κατανάλωση 2. -ы мн. (расходы) τα έξοδ/α, οι δαπάνεςвид затрат είδος - ων, предел затрат όρια των - ωνмалые - μικρά -, ελάχιστα -- на установку (оборудования) - τοποθέ-τησης/εγκατάστασης/συναρμολόγησης των μηχανημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > затрата
-
10 кала
бот. η κάλλα (φυτό με μεγάλα λευκά άνθη και κίτρινο ύπερο).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > кала
-
11 поручень
ο χειραγωγός, η χειρολαβή- на судне τα ρέλια (ξεν.), η κουπαστή (στα μεγάλα σκάφη)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поручень
-
12 пульман
το ειδικό σιδηροδρομικό όχημα με μεγάλα βαγόνια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пульман
-
13 расход
1. (потребление) η κατανάλωση 2. (количество вещества, проходящее через определённое сечение за единицу времени) о βαθμός, η αναλογία (εκ)ροής, η παροχή 3. (диапазон отклонения штурвала, педалей и т.п.) η διαδρομή, η μετατόπιση, η απόκλιση 4. (финансовый) τα έξοδ/α, η δαπάνηсудно свободно от - ов по погрузке и выгрузке πλοίο ελεύθερο από - της φορτοεκφόρτωσηςобщие - ы γενικά -, η συνολική δαπάνη- ы по поставке на условиях СИФ - προμήθειας με όρους SIF (κόστος, ασφάλειαпостоянные - ы καθημερινά/μόνιμα -- ы связанные с изменением аккредитива - σχετικά με την αλλαγή της πιστωτικής επιστολής- ы связанные с открытием аккредитива - για άνοιγμα της πιστωτικής επιστολήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расход
-
14 скот
τα (αγροτικά) ζώατα κτήνη, τα θρέμματαкрупный{}мелкий{} рогатый - τα μεγάλα/μικρά κερασφόρα ζώαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > скот
-
15 великий
велик||ийприл1. μέγας, μεγάλος:\великийне державы οἱ μεγάλες δυνάμεις· \великийие люди οἱ μεγάλοι ἄνδρες· Великая Октябрьская социалистическая революция ἡ Μεγάλη 'Οκτωβριανή Σοσιαλιστική Έπανάσταση [-ις]· к \великийому удивлению προς μεγάλη (μου) Εκπληξη·2. (т.к. краткая форма \великий слишком большой) μεγάλος:сапоги́ \великийи́ οἱ μπόττες (или τά ὑποδήματα) μοῦ εἶναι μεγάλες (или μεγάλα) · ◊ у страха глаза \великийй ὁ φόβος μεγαλοποιεῖ τόν κίνδυνο· от мала до \великийа μικροί καί μεγάλοι, ὅλοι ἀνεξαιρέτως. -
16 громкий
громк||ийприл1. μεγαλόφωνος, δυνατός, ἡχηρός:\громкий смех τό ἡχηρό γέλιο· \громкий голос ἡ δυνατή φωνή· кричать \громкийим голосом φωνάζω δυνατά·2. перен (известный) μεγάλος, φημισμένος, ξακουστός:\громкийое имя τό ξακουστό ὀνομα· \громкийая слава ἡ μεγάλη φήμη· \громкийое дело ἡ παταγώδης ὑπόθεση·3. (напыщенный) στομφώδης, φουσκωμένος:\громкийие фразы τά ιταχειά λόγια, τά μεγάλα λόγια· \громкийие слова τά φουσκωμένα λόγια. -
17 затрата
затра||таж1. (усилий и т. п.) ἡ δαπάνη, ἡ κατανάλωση [-ις]:\затрата энергии ἡ κατανάλωση (или ἡ δαπάνη) ἐνέργειας·2. обычно мм. (расходы, издержки) τό δξο-δο[ν]:большие \затрататы τά μεγάλα ἔξοδα· не щадить \затратат χωρίς νά λυπηθώ τά ἔξοδα. -
18 крупно
крупнонареч χοντρά [-ως]; \крупно нарезать κόβω σέ χοντρά κομμάτια· \крупно» писать γράφω μέ μεγάλα γράμματα· ◊ \крупно поговорить (ό)μιλῶ μέ τραχύτητα, λέγω βαρειά λογία. -
19 куранты
курантытк. мн.\ Кремлевские \куранты τά μεγάλα ρολόγια τοῦ Κρεμλίνου. -
20 рогатый
рогатыйприл κερασφόρος:кру́пный \рогатый скот τά μεγάλα κερασφόρα ζώα.
См. также в других словарях:
μεγάλα — μεγάλᾱ , μέγας big fem nom/voc/acc dual μεγάλᾱ , μέγας big fem nom/voc sg (doric aeolic) μέγας big neut nom/voc/acc pl μέγας big neut voc pl μεγάλᾱ , μέγας big fem voc dual μεγάλᾱ , μέγας big fem voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάλᾳ — μεγάλᾱͅ , μέγας big fem dat sg (doric aeolic) μεγάλαι , μέγας big fem nom/voc pl μεγάλαι , μέγας big fem voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μεγάλα Καλύβια — Sp Megãla Kalivija Ap Μεγάλα Καλύβια/Megala Kalyvia L C Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Μεγάλα Καλύβια — Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 105 μ., 2.151 κάτ.) του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Πηνειού και σε απόσταση 9 χλμ. Ν της πόλης των Τρικάλων. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. Το 1854 αποτέλεσε θεάτρο συγκρούσεων μεταξύ Ελλήνων και… … Dictionary of Greek
Μεγάλα Πεύκα — Οικισμός (78 κάτ.) του νομού Αττικής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κερατέας της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής … Dictionary of Greek
μέγαλα — μέγας big neut acc pl μέγας big neut nom pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τὰ μεγάλα μεγάλα καὶ πάσχει κακά. — См. С большего больше и взыщется … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κερασφόρα — Μεγάλα μηρυκαστικά ζώα της οικογένειας των βοοειδών. Περιλαμβάνουν τον αμερικανικό βούβαλο, τον βούβαλο του Θιβέτ (γιακ) και όλες τις κατοικίδιες ράτσες των βοοειδών. Τα κ. προέρχονται από το άγριο βόδι που ζούσε στην Ευρώπη, στην Ασία και στην… … Dictionary of Greek
μεγάλ' — μεγάλα , μέγας big neut nom/voc/acc pl μεγάλα , μέγας big neut voc pl μεγάλε , μέγας big masc voc sg μεγάλᾱͅ , μέγας big fem dat sg (doric aeolic) μεγάλαι , μέγας big fem nom/voc pl μεγάλαι , μέγας big fem voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεγάλας — μεγάλᾱς , μέγας big fem acc pl μεγάλᾱς , μέγας big fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέγαλ' — μέγαλα , μέγας big neut acc pl μέγαλα , μέγας big neut nom pl μέγαλε , μέγας big masc voc sg μέγαλαι , μέγας big fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)